- ολοταχώς
- επίρρ. βλ. ολοταχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοταχώς — επίρρ. τροπ., μ όλη την ταχύτητα, πολύ γρήγορα: Το τρένο έσκιζε τον κάμπο ολοταχώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναΐσσω — ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α) 1. ορμώ επάνω, αναπηδώ 2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω 3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή 4. φεύγω ολοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀΐσσω, ἄσσω] … Dictionary of Greek
βολίδα — η (AM βολίς) 1. κάθε τι που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται 2. κωνικό βαρίδι με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας μέχρι 50 μέτρα μσν. νεοελλ. σφαίρα, βόλι νεοελλ. 1. φωτεινό ουράνιο σώμα που διαγράφει τροχιά, διάττοντας αστέρας 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ολοταχής — ές αυτός που κινείται με όλη την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει. επίρρ... ολοταχώς 1. με όλη τη δυνατή ταχύτητα, πολύ γρήγορα 2. ναυτικό παράγγελμα για να δοθεί στο πλοίο η μέγιστη δυνατή ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + ταχής (< τάχος… … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς … Dictionary of Greek
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
πλησίστιος — α, ο για πλοία 1. αυτός που έχει φουσκωμένα τα πανιά. 2. που τρέχει γρήγορα, ολοταχώς: Πλησίστια τα ιστιοφόρα τραβούν για το λιμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)